οξόβαφον

οξόβαφον
ὀξόβαφον, τὸ (Α)
βλ. οξύβαφον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οξύβαφον — ὀξύβαφον και ὀξόβαφον, τὸ (Α) 1. μικρό δοχείο για το ξίδι, αγγείο ξιδιού, ξιδερό 2. είδος μικρού πήλινου ποτηριού 3. μονάδα μέτρησης, ισοδύναμη με το 1/4 τής κοτύλης, περίπου 1/8 τής λίτρας 4. μικρό είδος κυμβάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”